συστασιώτης

συστασιώτης
ο
1) повстанец, бунтовщик; 2) соучастник заговора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συστασιώτης" в других словарях:

  • συστασιώτης — member of the same faction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώτης — ο, ΝΑ [στασιώτης] νεοελλ. αυτός που μετέχει σε στάση αρχ. μέλος τής ίδιας πολιτικής μερίδας («οἱ Ἀλκμεωνίδαι καὶ οἱ συστασιῶται αὐτέων», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • συστασιώτης — ο αυτός που παίρνει μέρος σε συνωμοσία μαζί με άλλους: Πρόδωσε την τελευταία στιγμή τους συστασιώτες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συστασιωτῶν — συστασιώτης member of the same faction masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιῶται — συστασιώτης member of the same faction masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώτας — συστασιώτᾱς , συστασιώτης member of the same faction masc acc pl συστασιώτᾱς , συστασιώτης member of the same faction masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώται — συστασιώτᾱͅ , συστασιώτης member of the same faction masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»